- παγίδευση
- ηη ενέργεια και το αποτέλεσμα του παγιδεύω, η σύλληψη: Η παγίδευση δεν έγινε έγκαιρα και το αγρίμι πέρασε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παγίδευση — η [παγιδεύω] 1. στήσιμο παγίδας 2. σύλληψη θηράματος με παγίδα 3. μτφ. α) το να περιέλθει κανείς σε δυσχερή θέση ή κατάσταση είτε λόγω κακοτυχίας είτε γιατί χρησιμοποιήθηκαν σε βάρος του ανέντιμα και απατηλά μέσα β) εξαπάτηση κάποιου με δόλια… … Dictionary of Greek
παγιδεύσῃ — παγιδεύω lay a snare for aor subj mid 2nd sg παγιδεύω lay a snare for aor subj act 3rd sg παγιδεύω lay a snare for fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκανο — Παγίδα για τη σύλληψη άγριων ζώων ή πουλιών. Αποτελείται από δύο τοξοειδή ελάσματα, που συγκρατούνται με ένα σύστημα ελατηρίων στην κατάλληλη θέση για την παγίδευση του θηράματος. Όταν το θήραμα πιέσει τα ελατήρια, το σύστημα που συγκρατεί τα δύο … Dictionary of Greek
αγρευτικός — ή, ό (AM ἀγρευτικός, ή, όν) [ἀγρεύω] αυτός που χρησιμεύει στην παγίδευση αρχ. ο σχετικός με το κυνήγι ή ο επιτήδειος σ αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρεύω + παραγ. κατάληξη τικός] … Dictionary of Greek
αρπεδόνη — και να, η (Α ἁρπεδών, όνος και δόνη) νήμα αρχ. 1. σχοινί για παγίδευση ζώων 2. η χορδή του τόξου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνθεση του τ. αρπεδόνη με το αρχ. ινδ. αrpάyαti «τοποθετώ, στερεώνω» δεν είναι ικανοποιητική από σημασιολογικής απόψεως … Dictionary of Greek
δελεασμός — ο (AM δελεασμός) [δελεάζω] η εξαπάτηση, η παγίδευση … Dictionary of Greek
ελάφειος — α, ο (ΑΜ ἐλάφειος, ον) ο ελαφήσιος αρχ. 1. (για κυνηγετικό δίχτυ) κατάλληλος για την παγίδευση ελαφιού 2. ο δειλός … Dictionary of Greek
λόχος — ο (AM λόχος, Μ και λόγχος) νεοελλ. 1. στρατ. τμήμα πεζικού τού στρατού ξηράς, υποδιαίρεση τού τάγματος, το οποίο διοικείται από λοχαγό 2. πολλά άτομα μαζί 3. φρ. «ιερός λόχος» α) στρατιωτικό σώμα που καταρτίστηκε το 1821 στη Μολδαβία από τον Αλ.… … Dictionary of Greek
παλεύτρια — και παλευτρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) πτηνό που χρησίμευε ως δόλωμα για παγίδευση άλλων πτηνών, η θηρευτική περιστερά 2. μτφ. η πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλεύω (II) «δελεάζω, προσελκύω» + επίθημα τρια (πρβλ. ιππεύτρια)] … Dictionary of Greek
τσακωμός — ο, Ν [τσακώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσακώνω, σύλληψη, παγίδευση 2. φιλονικία, καβγάς («μετά τον τσακωμό τους δεν ξαναμίλησαν») … Dictionary of Greek